- συμμένειν
- συμμένωhold togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμενεῖν — συμμένω hold together fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμένω — ΜΑ [μένω] μένω κάπου μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἐκ τοῡ οἴκου ἔνθα συνέμμενεν αὐτοῑς», Μαλάλ. β. «τὸ μὲν Νικίου στράτευμα... ξυνέμενέ τε καὶ προύλαβε αὐτῷ», Θουκ.) αρχ. 1. διατηρούμαι μαζί με κάτι άλλο («αἴτιον τοῡ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν» … Dictionary of Greek